Τα μεγαλύτερα μεγέθη των αιωρούμενων στερεών με διάμετρο άνω των 100 μm (0,1 mm), θεωρούνται καθιζήσιμα, δηλαδή σωματίδια ειδικής βαρύτητας περί το 1,19 που θα καθιζάνουν στο βυθό εφόσον η ταχύτητα του νερού μειωθεί καταλλήλως. Η καθίζηση επιτυγχάνεται σε δεξαμενές καθίζησης όπου η ροή του νερού έχει μειωθεί πολύ με αποτέλεσμα την συγκέντρωση αυτών των σωματιδίων σε στρώσεις στον πυθμένα. Μόνο εφόσον η ταχύτητα του νερού μειωθεί αρκετά και το νερό παραμείνει αρκετή ώρα (retention time περί τα 15-60 min) στη δεξαμενή καθίζησης, θα επέλθει καθίζηση.
Αυτή η προϋπόθεση που δεν είναι κάτι πάντοτε εφικτό, ικανοποιείται είτε με μεγάλο όγκο δεξαμενής καθίζησης, είτε με τοποθέτηση κυλίνδρων (tube settlers) σε μια σχετικά μικρότερη δεξαμενή μέσα από τους οποίους περνά το νερό χωρίς την ανάγκη να μειώνεται η ταχύτητά του και λόγω φυσικών δυνάμεων επιταχύνεται η καθίζηση μέσα στιν καθένα από αυτούς (δεξαμενή επιταχυνόμενης καθίζησης). Ολα τα στερεά που καθιζάνουν από όλους τους σωλήνες (που καταλαμβάνουν κεκκλιμένως τοποθετημένοι τη στήλη του νερού) συγκεντρώνονται στον πυθμένα. Κατόπιν ακολουθεί η συλλογή και διάθεσή τους (μαζί και μια ποσότητα νερού) στον κατάλληλο αποδέκτη.
Η καθίζηση είναι μια απλή και φθηνή λύση για απομάκρυνση των στερεών αλλά, δυστυχώς, όχι η απόλυτη λύση. Μόνο στερεά με διάμετρο άνω των 100 μm μπορούν να καθιζάνουν σε λογικό βαθμό και διαθέσιμο χρόνο ηρεμίας του νερού. Τα μικρότερης διαμέτρου σωματίδια θα παραμείνουν στο νερό. Συνεπώς η καθίζηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο ως μια πρωταρχική επεξεργασία απομάκρυνσης στερεών ρυπαντών και όχι ως το μόνο μέσο απαλλαγής από αυτά.